- μειονοψηφώ
- -έωβλ. μειοψηφώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειονοψηφώ — μειονοψήφησα, διαθέτω λιγότερες από τις μισές ψήφους: Το κόμμα του μειονοψήφησε στις προηγούμενες εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειοψηφώ — και μειονοψηφώ, έω [μειοψηφία] διαθέτω ή παίρνω λιγότερους ψήφους από το μισό ενός συνόλου, έχω μειοψηφία … Dictionary of Greek
μειοψηφώ — μειοψήφησα, έχω μειονοψηφία, μειονοψηφώ (βλ. λ.): Το σοσιαλιστικό κόμμα μειοψήφησε στις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)